κρυόεντος

κρυόεντος
κρυόεις
chilling
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρυόεις — κρυόεις, εσσα, εν (Α) (κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ. β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. όεις (πρβλ. ασπιδ όεις, ροδ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • οκρυόεις — ὀκρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. ψυχρός, παγερός 2. μτφ. τρομερός, φοβερός («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από κακό χωρισμό τών λέξεων στη φρ. ἐπιδημίοο κρυόεντος, στίχου τής Ιλ. Ο τ. πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • φύζα — και φῡζα, ἡ, Α (επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< *φυγ yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ*, φυγός με επίθημα ya (πρβλ. μᾰζα*: θ. μαγ τού μάσσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”